- ιδιωτικοποιώ
- επαναφέρω στον ιδιωτικό τομέα ιδιοκτησία ή περιουσιακό στοιχείο που είχε περιέλθει στον κρατικό τομέα ή είχε τεθεί υπό κοινωνικό έλεγχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιωτικός + -ποιώ (< -ποιος), πρβλ. κοινωνικο-ποιώ, κρατικο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.